- ὑδραύλης
- ὑδρ-αύλης, ὁ, der die Wasserorgel, ὕδραυλις spielt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδραύλης — ὁ, ΜΑ αυτός που παίζει το όργανο ύδραυλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδραυλις, κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
ὑδραῦλαι — ὑδραύλης one who plays the masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PLAGIAULA — in Glossis MS. yaraules, hydraula, fotinestes, plagiaula, apud Salmas. qui legi vult, ὑδραύλης, hydraula: φωτιγγίςτης, plagiaula. Φώτιγξ enim tibiae genus, quae πλαγίαυλος dicebatur, unde πλαγιαύλης et φωτιγγίςτης idem. Servius Graecorum… … Hofmann J. Lexicon universale
ύδραυλος — ο / ὕδραυλος, ΝΑ, και υδραυλός Ν το μουσικό όργανο ύδραυλις νεοελλ. χαλύβδινος σωλήνας χρησιμοποιούμενος σε αυλωτούς λέβητες, μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το νερό που πρόκειται να γίνει ατμός αρχ. ο ὑδραύλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αὐλός (πρβλ.… … Dictionary of Greek